- Συνετόν
- Συνετόςintelligentmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνετόν — συνετός intelligent masc acc sg συνετός intelligent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνετον — συνίημι bring aor imperat act 2nd dual συνίημι bring aor ind act 2nd dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξυνετόν — Συνετόν , Συνετός intelligent masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυζί — το (Μ βυζίον και βυζίν) ο μαστός των ανθρώπων και των Θηλαστικών (γενικότερα) νεοελλ. 1. ο θηλασμός 2. το μητρικό γάλα 3. οτιδήποτε μοιάζει με μαστό ή θηλή (όπως π. χ. οι θηλές του χταποδιού) 4. πηγή από την οποία προέρχονται οφέλη, κυρίως… … Dictionary of Greek
συνετός — ή, ό / συνετός, ή, όν, ΝΜΑ [συνίημι] αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που γίνεται με σύνεση, γνωστικός (α. «συνετός ηγέτης» β. «συνετή πράξη» γ. «ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις», ΚΔ δ. «ξυνεταὶ φρένες», Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek
σώπολις — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός του Μ. Αλέξανδρου. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και, κυρίως, σ’ εκείνην στα Άρβηλα, όπου διοικούσε σε ίλη ιππικού. 2. Γιατρός. Ο Λουκιανός τον θεωρεί «συνετόν άνδρα». Τα ιατρικά του συγγράμματα δε διασώθηκαν.… … Dictionary of Greek
b(e)u-2, bh(e)ū̆- — b(e)u 2, bh(e)ū̆ English meaning: to swell, puff Deutsche Übersetzung: “aufblasen, schwellen” Note: Explosive sound of the inflated cheek, like pu , phu see d .; running beside primeval creation crosses the sound lawful… … Proto-Indo-European etymological dictionary